μινιατικό(ν)

μινιατικό(ν)
μινιατικό(ν), τὸ (Μ)
φόρος για το κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίνα (ΙΙ) «μέτρο χωρητικότητας υγρών» + κατάλ. -ιατικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”